-
1 πιθανός
πιθανός, 1) Act., leicht überzeugend, überredend, mit Ueberredungsgabe ausgestattet, vgl. Mein. Men. p. 222. 575; von Sachen, bes. Worten und Beweisgründen, die Wahrscheinlichkeit für sich habend, leicht zu glauben, auch von Personen, glaubhaft, glaubwürdig; οὐδ' ἀσύνετ' ἀλλὰ πιϑανὰ πάντα, Ar. Thesm. 463; Her. 2, 123; τοῖς πολλοῖς, Thuc. 6, 35; λόγος, Plat. Phaed. 88 d; τὸ περὶ τῆς χώρας ἡμῶν πιϑανὸν καὶ ἀληϑὲς ἐλέγετο, Critia. 110 d; ταῦτα πιϑανὸν λόγον ἔχει τινά, Legg. VII, 791 b, u. öfter; ὅπως ἂν ὦσιν ὡς πιϑανώτατοι λέγειν, Gorg. 479 c; u. adv., πιϑανῶς λέγειν, Phaedr. 269 c; πιϑανώτερον ἀπολογήσασϑαι, Phaed. 63 b; Folgde. – 2; Pass., leicht zu überzeugen, zu überreden, leichtgläubig, Aesch. Ag. 472; dah. folgsam, Xen. Cyr. 2, 2, 10 u. Sp.
См. также в других словарях:
πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek